- δορυσθενης
- δορυσθενήςδορυ-σθενής2мощный своим копьем, т.е. воинственный
(Ἄρης HH.; ἀνήρ Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Ἄρης HH.; ἀνήρ Aesch.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δορυσθενής — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορυσθενής — βλ. δορισθενής … Dictionary of Greek
δορυσθενές — δορυσθενής masc/fem voc sg δορυσθενής neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δορισθενής — και δορυσθενής, ές (Α) ισχυρός, δυνατός στο δόρυ … Dictionary of Greek